- διαρτίζω
- διαρτίζωmouldpres subj act 1st sgδιαρτίζωmouldpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαρτιζόντων — διαρτίζω mould pres part act masc/neut gen pl διαρτίζω mould pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαρτίσαι — διαρτίζω mould aor inf act διαρτίσαῑ , διαρτίζω mould aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαρτίζειν — διαρτίζω mould pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαρτίζεται — διαρτίζω mould pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαρτίζων — διαρτίζω mould pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαρτίσας — διαρτίσᾱς , διαρτίζω mould aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)